«Συναίσθημα»: τι ακριβώς σημαίνει;

Συνήθως μας είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τι σημαίνει η λέξη συναίσθημα. Ξέρουμε ότι, π.χ. ο θυμός είναι ένα συναίσθημα, η χαρά, η λύπη, αλλά ο όρος συναίσθημα πώς ακριβώς καθορίζεται; Αυτό που το κάνει δύσκολο είναι η ίδια του η φύση που είναι σύνθετη, πολύπλοκη και μοναδική στην υποκειμενικότητά του για τον κάθε άνθρωπο. Σκέψεις, ψυχικές διεργασίες, κοινωνικές επιρροές και ανάγκη για πράξη πλαισιώνουν αυτό που νοιώθουμε και ονομάζουμε συναίσθημα. Συναισθήματα έχουμε μέσα μας όλοι. Ο τρόπος όμως που μεγαλώνουμε, μας εμποδίζει, λιγότερο ή περισσότερο, να τα κατανοήσουμε, να τα εκφράσουμε και να τα χειριστούμε. Όπως καθετί άλλο στην ζωή ενός ανθρώπου, η συναισθηματική ανάπτυξη αποτελεί κομμάτι της συνολικής του εκπαίδευσης. Βέβαια, το προφανές είναι ότι , π.χ. η ιστορία, τα μαθηματικά και η γεωγραφία είναι κάτι έξω από εμάς, που το μαθαίνουμε για να πάρουμε εφόδια για τη ζωή μας. Τα συναισθήματα, που είναι κάτι μέσα σε εμάς, σύμφυτα με την ανθρώπινη υπόστασή μας, θεωρούμε συχνά ότι είναι αυτονόητα και ότι δεν χρειάζεται να τα γνωρίσουμε καλύτερα, να τα  καλλιεργήσουμε. Κι έτσι, δημιουργούμε ανώριμους ανθρώπους, με πολλές δυσκολίες στην ενήλικη ζωή, που μπορεί να γίνουν μίζεροι και δυστυχισμένοι.

 

Συναισθηματική εκπαίδευση: πώς γίνεται;

● Ένα κορίτσι στο δημοτικό αναγκάστηκε να υποστεί τις κοροϊδίες κάποιων συμμαθητών της για τα περιττά κιλά που είχε. Ένας μάλιστα την αποκάλεσε «φάλαινα» , πράγμα που την πλήγωσε πάρα πολύ και το θυμάται μέχρι σήμερα. Στο σπίτι η μητέρα δεν ασχολήθηκε και πολύ με το τραύμα της κόρης, πίστευε ότι είναι μια χαρά έτσι όπως ήταν. Ακόμα και σήμερα, που είναι μια όμορφη νέα γυναίκα, το κορίτσι βασανίζεται για το «βάρος» του και έχει υιοθετήσει μια παθητική στάση συμπεριφοράς απέναντι στα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή της.

● Ένα τετράχρονο αγοράκι δεν καθόταν ήσυχα κάποιο φθινοπωρινό μεσημέρι και δεν έπεφτε να κοιμηθεί εκνευρίζοντας τους δικούς του για την ανυπακοή και την  «παραξενιά» του. Εκείνο το μεσημέρι όμως είχε δυνατή φθινοπωρινή μπόρα και ο μικρός απλώς φοβόταν τις αστραπές. Απλώς οι γονείς δεν σκέφτηκαν να τον ρωτήσουν και να τον καθησυχάσουν. Και φυσικά ούτε ο ίδιος ο μικρός τόλμησε να πει στη μαμά ότι φοβάται τη φασαρία από τις αστραπές! 

Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά για σοβαρά ή καθημερινά συμβάντα στην ανάπτυξη ενός ανθρώπου: πως μαθαίνουμε να απωθούμε, να παγώνουμε, να γινόμαστε ξένοι με το συναίσθημα που αναδύεται.

«Πάψε, δεν κάνει να κλαις». « Δεν πιστεύω να φοβάσαι ναμείνεις μόνος σου, μεγάλο παιδί!»

Το μήνυμα που παίρνουμε μ’ αυτές τις αντιδράσεις είναι ότι δεν είναι σωστό, είναι αδιάκριτο, μέχρι και ταπεινωτικό, αυτό που νοιώθουμε, πόσο μάλλον να το πούμε κιόλας! Η συναισθηματική μας ανάπτυξη έχει να κάνει με εκείνη των γονιών μας, κι ο κύκλος επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά. Συνήθως οι ενήλικες ενδιαφέρονται για τα εμφανή προβλήματα, π.χ. αν το παιδί δυσκολεύεται να κάνει φίλους, αν είναι τρομοκρατημένο, έχει μαθησιακές δυσκολίες. Το βαθύτερο επίπεδο παραμένει συχνά πεδίο ταμπού: οι αγωνίες, οι φόβοι, τα συναισθήματα ανεπάρκειας. Κι αυτό γιατί οι γονείς θα πρέπει να είναι ικανοί να έρθουν καταρχάς σε επαφή και οι ίδιοι με το δικό τους συναισθηματικό κόσμο, να αντέχουν να ακούσουν ότι το παιδί τους είναι θυμωμένο, ενθουσιασμένο ή θλιμμένο και να μπορούν να συνδιαλλαγούν με αυτό. Όσο πιο ανασφαλείς συναισθηματικά είναι οι άνθρωποι τόσο περισσότερο κλείνονται, περιορίζουν τις διόδους μιας ουσιαστικής επικοινωνίας και η συναισθηματική ανωριμότητα μεταδίδεται ως άλλο … κληρονομικό χάρισμα.

 

Μην ξεχνάμε και την τηλεόραση!

Παίζει το ρόλο της και σε αυτή την ιστορία! Κι αυτό γιατί στην εποχή μας  η τηλεόραση μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός συμπίεσης συναισθημάτων. Η πολύωρη παρακολούθηση από την οικογένεια νεκρώνει τον δημιουργικό χρόνο να συζητήσουμε, να αισθανθούμε και να ανταλλάξουμε. Πολλές οικογένειες τρώνε με ανοιχτή τηλεόραση, στις ελάχιστες δηλαδή στιγμές μέσα στην εβδομάδα όπου μπορούν να βρεθούν και να μιλήσουμε μεταξύ τους τα μέλη: πώς πέρασαν την ημέρα, να εκφράσει ο ένας την στενοχώρια του, ο άλλος τη χαρά του ή το θυμό του για καταστάσεις που έζησαν μέσα στην ημέρα. Και οι πολλές σύγχρονες παιδικές εκπομπές «τρώνε» την συναισθηματική αγωγή, σύμφωνα με έρευνες, γιατί καθηλώνουν τα παιδιά και τα προσανατολίζουν σε κατηγοριοποιημένες μορφές συμπεριφορών. Η ζωή όμως δεν είναι ένα απλό δίπολο. Είναι μια βεντάλια χρωμάτων από το άσπρο προς το μαύρο, ή αντίθετα αν θέλετε!

 

Πώς εκδηλώνεται η συναισθηματική ανωριμότητα στην καθημερινή ζωή;  

Η ανεπάρκεια του βιώματος, της έκφρασης και της συνδιαλλαγής με το συναίσθημά μας μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους στην ενήλικη ζωή, ανάλογα την προσωπικότητα και το περιβάλλον στο οποίο ζει κανείς. Το συναίσθημα δεν είναι σαν τα μαθηματικά, που και να μην τα μάθουμε καλά δεν χάλασε ο κόσμος κάτι άλλο θα κάνουμε! Ο συναισθηματικός μας κόσμος είναι κομμάτι ενσωματωμένο με την ύπαρξή μας. Όταν τον αρνούμαστε, τον παγώνουμε ή δεν μπορούμε καν να τον αναγνωρίσουμε, να του δώσουμε όνομα, τότε δεν θα βρει ευθεία οδό για να εκφραστεί, να βιωθεί και να τακτοποιηθεί. Θα ψάξει και θα βρει παραδρόμους για να αποφορτιστεί κάπως. Μέσα από το σώμα,  με  συχνότερες  διαταραχές τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, από επίμονους πονοκεφάλους μέχρι γαστρεντερικά και δερματολογικά προβλήματα αλλά σε ακραίες περιπτώσεις απώθησης και με σοβαρές ασθένειες : μείζον κατάθλιψη,  πολλοί τύποι καρκίνου κ.α. Μέσα από την συμπεριφορά, με έντονες ή άτοπες εκρήξεις θυμού που κάνουν στη συνέχεια το υποκείμενο να νοιώθει ενοχές και πολύ άσχημα για τον εαυτό του, με παθητική ή επιθετική συμπεριφορά, ή τον συνδυασμό τους, όπου κατά κανόνα ο χαμένος είναι ο ίδιος. Μέσα από πρακτικές όπως τα επικίνδυνα σπορ, η διαρκής αναζήτηση της περιπέτειας για να επιτευχθεί η συγκινησιακή διέγερση, σε σοβαρές περιπτώσεις με εξαρτήσεις από τον τζόγο ή από ουσίες.

Είναι λοιπόν ανάγκη να μορφωθούμε και συναισθηματικά. Ο καθένας πρέπει να βρει τον πιο κατάλληλο γι’ αυτόν τρόπο. Επειδή όμως όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία, ας δούμε πως μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας και μέσα από αυτά ν’ ανοίξουμε δρόμους και για την δική μας εκπαίδευση:

 

► Το πρώτο   που πρέπει να κάνουν  είναι να τα βιώσουν, να τα νοιώσουν. Να τα αφήσουν να υπάρξει, να αφήσουν οι γονείς για παράδειγμα το παιδί να κλάψει και μετά να του μιλήσουν να δουν τι γίνεται. Αν το φρενάρουμε πριν το νοιώσουν θα πάψουν σιγά- σιγά να το ακούνε πια. Η αποδοχή του συναισθήματος περνάει από αυτές τις φάσεις:  να το αναγνωρίσεις και να του δώσεις όνομα, να το ακούσεις, να του δώσεις το χρόνο να εκδηλωθεί. Ένας υποψιασμένος γονιός μπορεί να βοηθήσει  με ερωτήσεις να αναγνωρίσει τι νοιώθει το παιδί, κι αν βιώνει περισσότερα από ένα συναισθήματα λόγω των συνθηκών.

► Τα αρνητικά συναισθήματα δεν δυσκολεύουν μόνο τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Απασχολούν  πολλούς επαγγελματίες, νηπιαγωγούς κυρίως, που έχουν έντονο ενδιαφέρον για το αρνητικό συναίσθημα αλλά στο επίπεδο του χειρισμού και στο πώς θα κάνουν το αρνητικό –θετικό. Καλό είναι να μην ξεχνάμε πως και τα αρνητικά συναισθήματα είναι εκεί γιατί χρειάζονται και σε κάτι βοηθούν στην οργάνωση του ψυχισμού.  Ας αναρωτηθούμε για παράδειγμα: Σε τι μας βοηθά η ζήλεια; Αν δεν λυπηθείς πως θα χαρείς; Πολλά παιδιά έρχονται με τρομερές ενοχές γιατί νοιώθουν π.χ. ζήλεια επειδή ήρθε ένα καινούργιο αδερφάκι και η μαμά του είπε ότι δεν κάνει να ζηλεύουν. Αφού υπάρχει όμως κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτό. Δεν γίνεται να είμαστε όλοι και συνέχεια ευτυχισμένοι! Όπως ονοματίζεις μια φυσική ανάγκη π.χ. πεινάω, έτσι και με το συναίσθημα. Και μετά την κατανόηση έρχεται η επεξεργασία του.

►   Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές, υπάρχουν κατευθύνσεις που μπορούν να δώσουν οι ειδικοί, αν αναζητήσουν βοήθεια οι γονείς που δυσκολεύονται. Καθένας πρέπει να βρει τα βήματα σε συνδιαλλαγή με το δικό του παιδί.  Μια «συνταγή» που θα μπορούσε να γενικευθεί είναι να ακούμε τα παιδιά και να αφήνουμε χώρο για να εκφραστεί το συναίσθημα. Να μην το παγώνουμε, να μην το ακυρώνουμε. Μετά βρίσκουμε τρόπους τι θα το κάνουμε. Πολύ βοηθητική είναι η διαπραγμάτευση των συναισθημάτων μέσω του παιχνιδιού, με προσοχή να μην προτρέχουν οι γονείς, να είναι υπομονετικοί με σεβασμό στους χρόνους του παιδιού, να μην είναι πολύ παρεμβατικοί, να αφήνουν ελεύθερους χώρους για έκφραση και συζήτηση.