Γιατί πρέπει να παίζουν τα παιδιά; Επειδή είναι μικρά δεν έχουν τι να κάνουν; Ή γιατί το παιχνίδι είναι θεμελιώδες για την υγιή και ισορροπημένη ανάπτυξή τους; Και με τι πρέπει να παίζουν τα παιδιά; Είναι κάποια παιχνίδια απαγορευτικά ανάλογα με το φύλο; Τι τα κάνει να καθιερώνονται ως τέτοια στα μάτια των γονέων;

 

Με τα μάτια της επιστήμης.

Το παιχνίδι αποτελεί λειτουργία ύψιστης ψυχικής δυναμικής, είναι το μεταβατικό πεδίο όπου αποφορτίζονται συναισθήματα και εσωτερικές εντάσεις:  το παιδί μπορεί να επεξεργαστεί φόβους, όρια και συγκρούσεις, όταν ακόμα η λεκτική του ικανότητα δεν είναι ανεπτυγμένη και ουσιαστικά εκφράζεται μέσα από το σώμα και την κίνηση. 

Το πρώτο παιχνίδι του βρέφους είναι το στήθος της μητέρας, το σώμα του γονιού, ο ίδιος ο γονιός. Πολλοί επιστήμονες της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης ασχολήθηκαν με τη σημασία και τους συμβολισμούς του παιχνιδιού για την οργάνωση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη του παιδιού.

► Μετά το 1920 ο Freud μίλησε για το παιχνίδι ως παράδειγμα συμβολοποίησης και αυτό-αναγνώρισης. Ο εγγονός του πετούσε και ανακτούσε τη κουβαρίστρα - που αναπαριστούσε τη μητέρα του που έφευγε - δεμένη με μια κλωστή. Μετά πήγαινε μπροστά στο καθρέφτη για μια στιγμή και μετά έφευγε κάνοντας μαγικά τώρα τη δική του εικόνα να υπάρχει και μετά να εξαφανίζεται, αναγνωρίζοντας τη ύπαρξή του, επιβεβαιώνοντας ότι οι δικές του κινήσεις δημιουργούν την ύπαρξή του.

► Κατά τον Winnicott  το παιδί βγάζει στο παιχνίδι ένα δείγμα ονείρου στη ζωή. Και  το «παίζει» σε σκηνές, το σκηνοθετεί με αντικείμενα του υλικού κόσμου. Κάνει μια δοκιμή ενός δείγματος ονείρου σε πραγματικές συνθήκες. Το όνειρο και το παιχνίδι συνιστούν θεμελιώδεις εκφάνσεις της πρωταρχικής δημιουργικότητας του ψυχισμού. Στο παιχνίδι τα υλικά πράγματα είναι ζωντανά σύμβολα σε δυναμική διαδικασία, είναι η ανάγκη για τη δημιουργία νοήματος και η σημαντική συνάντηση μεταξύ εσωτερικής-εξωτερικής πραγματικότητας,.

Πώς,  δομούνται λοιπόν οι κάθετοι διαχωρισμοί:  «αυτό δεν είναι για κοριτσάκια» ή «τα αγοράκια δεν παίζουν με κούκλες!»; 

 

Μικρές κυρίες- μικροί κύριοι

Η παρατήρηση μας δείχνει ότι το γένος του παιχνιδιού αρχίζει να διαφοροποιείται ουσιαστικά μετά τον 1ο χρόνο ζωής του παιδιού. Το παιδί παρουσιάζει πιο σαφή στοιχεία προσωπικότητας και φύλου, άρα  πρέπει να υπακούει σε πρότυπα και κοινωνικά δεδομένα που ανταποκρίνονται στο ρόλο του φύλου και τους οποίους κατά κανόνα υπηρετούν και οι ίδιοι οι γονείς.

Οι γονείς, περιμένοντας το παιδί να γεννηθεί,  επενδύουν ψυχικά σε αυτό μέσω των επιθυμιών  και των ονειροπολήσεων, των φαντασιώσεων και των προβολών τους. Η μητέρα φαντασιώνεται το μικρό αγόρι ή κορίτσι που θα φέρει στον κόσμο προβάλλοντάς τις επιθυμίες της ως δικά του  στοιχεία, το ίδιο και ο πατέρας. Όταν το βρέφος έρθει στον κόσμο το βλέμμα των γονέων που το παρακινεί, συμμετέχει ή το παρατηρεί στο παιχνίδι, εκπέμπει ασυνείδητα μηνύματα   που λαμβάνει το παιδί και στα οποία θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί για να βρει τη θέση του στην οικογένεια. 

Η σουηδέζα ψυχαναλύτρια Eva Basch - Kahre  στο βιβλίο της «Γυναικεία και αντρικά πρότυπα» υποστηρίζει ότι οι πρώιμες διαφορές στην ψυχή του αγοριού και του κοριτσιού είναι περισσότερο κοινωνικά απ’ ότι κληρονομικά κατασκευάσιμες. Η στάση και οι ασυνείδητες αλληλεπιδράσεις των γονέων με το βρέφος, το πόσο εμπεριέχοντες είναι και πόσο επηρεασμένοι και οι ίδιοι από το φύλο τους και το φύλο του παιδιού τους,  είναι αυτό που προκαλεί τις μετέπειτα διαφορές, τόσο στην ανάπτυξη της χρηστικής και συναισθηματικής σκέψης στα δυο φύλα, όσο και στις διαφορές που υπάρχουν στην ανδρική και γυναικεία σκέψη που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε παιδιά και ενήλικες.

Τα παραπάνω ενισχύουν και πολλές παλαιότερες έρευνες ( Nunner- Winkler 1984, Snarey 1985, Walker 1986, 1988, 1995), που έδειξαν ότι, αντίθετα από τις προτεινόμενες στερεότυπες συμπεριφορές ρόλου των φύλων, οι διαφορές στη σκέψη των δυο φύλων είναι πολύ μικρές και πως οι άνδρες είναι εξίσου ικανοί με τις γυναίκες ως προς τη φροντίδα και τις σχέσεις. Ο Waterman (1985)  σε μελέτες του βρίσκει μόνο «αδύναμες και ασαφείς ενδείξεις ότι τα αγόρια και τα κορίτσια ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια για την επίτευξη της ταυτότητας…». 

 

Οι δυσκολίες των γονιών.

Είναι προφανές λοιπόν ότι ο  ρόλος του παιχνιδιού δεν πρέπει να συνδέεται στενά με την σεξουαλική κατεύθυνση και την ταυτότητα του φύλου.  Όμως πολλοί γονείς, όταν το αγοράκι τους π.χ., ζητά να παίξει με την κούκλα της αδελφής του το αποτρέπουν, δυσκολεύονται να αποδεχθούν, ίσως και να ανησυχούν. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα γιατί δεν είναι κι οι ίδιοι ευέλικτοι στο δικός τους ρόλο. Είναι πολύ εύκολο να αναπαράγουμε ως γονείς αυτό που μας έχουν μάθει, θέλει δουλειά να σπάσουμε το φαύλο κύκλο των στερεοτύπων, τη δύναμη των προβολών και των δυναμικά επενδεδυμένων φαντασιώσεων και επιθυμιών στην εικόνα και την ταυτότητα του παιδιού..

Το αγοράκι με το συμβολικό αυτό αντικείμενο θα διαχειριστεί ζητήματα, μετουσιώνει, μεταβιβάζει  Αντίθετα, ο γονιός μάλλον τρομάζει με την ιδέα της ομοφυλοφιλίας. Το «φύλο» του παιχνιδιού είναι πιο απαγορευτικό στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια, δεδομένου ότι η ομοφυλοφιλία στους άντρες είναι κοινωνικά πολύ πιο δύσκολα αποδεκτή από την γυναικεία. Προκαλεί περισσότερο φόβο, είναι μια απειλή, συνειδητή ή  ασυνείδητη,  προς τη διαιώνιση του είδους. Από την άλλη,  είναι πολύ πιο εύκολο κοινωνικά να γίνει αποδεχτή η δυναμική πλευρά της γυναίκας, και να «περιθωριοποιηθεί» η τρυφερή και συναισθηματική πλευρά του άντρα.

Τα μικρά παιδιά όμως,  που παίζουν με τα παιχνίδια τους δεν σηματοδοτούν τέτοιες πλευρές της ύστερης κοινωνικής και προσωπικής ζωής τους. Μέσω του παιχνιδιού έχουν την δυνατότητα να επεξεργαστούν και να βιώσουν με λειτουργικό τρόπο τις δυο πλευρές του εαυτού, που αποδεδειγμένα ενυπάρχουν στον καθένα μας. 

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την κοινωνικά κατασκευασμένη διάσταση του παιχνιδιού, στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες. Ο Ρολάν Μπαρτ στις «Μυθολογίες» του αναφέρει χαρακτηριστικά: « Τα μοντέρνα παιχνίδια είναι στην πλειοψηφία τους ένας ενήλικος μικρόκοσμος: λες και στα μάτια των ενηλίκων το παιδί είναι απλώς ένας πιο μικροσκοπικός άνθρωπος, ένα ανθρωπάκι στο οποίο πρέπει να παρέχουμε αντικείμενα στο μέγεθός του. […] Μόνο που μπροστά σε αυτό το πιστό και σύνθετο σύμπαν, το παιδί δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνον ως ιδιοκτήτης, ως χρήστης, ποτέ ως δημιουργός: δεν εφευρίσκει τον κόσμο, τον χρησιμοποιεί. Το προετοιμάζουμε για κινήσεις χωρίς περιπέτεια, χωρίς έκπληξη, χωρίς χαρά.»!

 

Το παιχνίδι είναι ένας καθρέφτης στον κόσμο του παιδιού και οφείλει να είναι δημιουργικό και ελεύθερο. Στην απαγόρευση καταργούμε το δημιουργικό κομμάτι ή μια ψυχική έκφραση που αναζητεί να μας κοινωνήσει το παιδί. Ας αφήσουμε  ελεύθερα τα παιδιά στο παιχνίδι να εξερευνήσουν , να δοκιμάσουν, να επιλέξουν. Βλέποντας το παιδί ότι κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό δεν θα κρύψει ούτε θα καταπιέσει κάτι. Το μόνο πράγμα που χρειάζονται όλα τα παιδιά από εμάς τους ενήλικες είναι η αποδοχή και η γόνιμη λειτουργία της φαντασίας τους.

                                                     Κατερίνα Μαγγανά, Msc

                                     ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια

                                 email: katmangana@ath.forthnet.gr