Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων σε κάποιους φέρνουν κάθε χρόνο απογοήτευση, σε άλλους αμηχανία : απογοήτευση για όσους απέτυχαν να εισέλθουν στην σχολή προτίμησής τους, ή απέτυχαν να μπουν γενικώς…, αμηχανία στις οικογένειες που ναι μεν το παιδί «περνάει», περνάει όμως σε άλλη πόλη, σε κάποια ελάσσονος σημασίας τεχνολογική σχολή, που δεν εξασφαλίζει ούτε ουσιαστικές γνώσεις, ούτε κάποια σταθερότητα στο μέλλον. Διαφορετικές οι δυο περιπτώσεις, παρόμοια τα συναισθήματα, υπάρχει όμως ένας κοινός τόπος  απ’ όπου μπορούμε να  αντλήσουμε πληροφορίες, να αξιολογήσουμε καταστάσεις, να επαναπροσδιορίσουμε στόχους, να καταλάβουμε τι ακριβώς επιθυμούμε, τόσο τα παιδιά όσο κι οι γονείς.

 

Όταν οι πόρτες μένουν κλειστές.

Εκτός από τις κραυγαλέες περιπτώσεις κατάρρευσης την ημέρα των εξετάσεων, που δηλώνουν με τον πιο άμεσο τρόπο ότι το παιδί δεν μπόρεσε να αντέξει την εσωτερική και εξωτερική πίεση που αυτές προκαλούν, η αποτυχία συνήθως συνοψίζεται στη φράση : «δεν είχε μελετήσει/ δουλέψει όσο θα έπρεπε». Φράση που προφανώς περικλείει κομμάτι μιας πιο σύνθετης αλήθειας.

 Οι νέοι άνθρωποι, στα πλαίσια της εφηβείας ακόμα, που καλούνται να αποδείξουν δεξιότητες και αντοχές σε μια σκληρή διαπραγμάτευση με το σύστημα,  χρειάζονται ένα γερό και ασφαλές πλαίσιο για να μπορέσουν να δουλέψουν σωστά. Ένα πλαίσιο που μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς, να εμψυχώσει χωρίς να ‘καταβροχθίζει’, χωρίς να εξομοιώνει, που μπορεί να διαχειριστεί την πιθανή αποτυχία προς όφελος του υποψήφιου. Πρόκειται για το περίφημο και χιλιοειπωμένο οικογενειακό πλαίσιο, που, όπως έχουμε ξαναπεί από αυτό το βήμα, δεν στήνεται σαν μια σκηνή έτοιμη για παράσταση παραμονές της 3ης Λυκείου ή των εξετάσεων, αλλά δουλεύεται και επαναπροσδιορίζεται σε όλη την μακρά πορεία των οικογενειακών σχέσεων. Σε μια εποχή σαν την σημερινή, με ένα κοινωνικό πλαίσιο τόσο ασταθές και σκληρό, ο ρόλος της οικογένειας γίνεται ακόμα πιο σημαντικός αλλά και δύσκολος, καθώς καλείται να καλύψει κενά της κοινωνικής δομής που παραπαίει, μα κι ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δεν μπορεί ακόμη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Πολλοί γονείς αναρωτιούνται γιατί τα παιδιά τους δεν εργάζονται όσο χρειάζεται για να πετύχουν σε μια ανώτατη σχολή, ενώ δηλώνουν ότι θέλουν να πετύχουν. Γιατί, εφόσον αυτό θα τα βάλει σε μια δυσάρεστη θέση, θα απογοητευτούν, θα στενοχωρηθούν με την αποτυχία κλπ. Ή , αντίθετα, γιατί, αφού κουράστηκε τόσο πολύ, ζορίστηκε, δεν κατάφερε τελικά την πολυπόθητη είσοδο; Κι εκεί η απογοήτευση στο σπίτι είναι μεγαλύτερη και οι λόγοι της αποτυχίας δυσδιάκριτοι.


Τι μπορεί να συμβαίνει; Πολλά, ανάλογα την οικογενειακή ιστορία!

Πίεση: Η εμμονή που έχουν πολλοί γονείς για την επιτυχία στις εξετάσεις αυτές, είτε για λόγους ασυνείδητων ελλειμμάτων, είτε και για πιο πρακτικούς, όπως το να συνεχιστεί η οικογενειακή παράδοση, πολύ συχνά δημιουργεί αφόρητη ψυχική πίεση στο παιδί. Επίσης, το ζήτημα μπορεί να τίθεται με αρνητικό τρόπο : «δεν με νοιάζει αν σπουδάσει» , «δεν με ενδιαφέρει αν θα γίνει επιστήμονας», αλλά είναι πραγματικά έτσι; Ακούμε συχνά γονείς να το επαναλαμβάνουν αυτό με μια εμμονή όμως, που πίσω της κρύβεται συνήθως μια χειριστικού τύπου έμμεση διαπραγμάτευση : «να, εμένα δε με νοιάζει, αλλά εσύ πρέπει να γίνεις επιστήμονας» . Το παιδί απέναντι σε όλες αυτές τις πιέσεις ασυνείδητα θα αμυνθεί. Θα απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο πεδίο, ιδιαίτερα αν δεν είναι πραγματική του επιθυμία οι σπουδές στις οποίες καλείται να αριστεύσει. Οι τρόποι άμυνας μπορεί να εκφραστούν διαφορετικά, ανάλογα την ιδιοσυστασία κάθε νέου ανθρώπου: να μεταφέρει τις δυνατότητες που έχει κάπου αλλού και να αποτυγχάνει στις απαιτήσεις των εξετάσεων : «Είναι τόσο έξυπνος/η αλλά δεν στρώνεται να διαβάσει!». Ή να μπαίνουν αρχικά στο παιχνίδι και να προσπαθούν σκληρά, αλλά, επειδή οι νίκες 

κρίνονται στις λεπτομέρειες, εκεί να αφήνουν ανοιχτές τις διόδους για να ματαιώσουν την τόσο επιθυμητή επιτυχία.

Υποτίμηση: Διαφορετική από την εμμονή, είναι η υπογράμμιση του αρνητικού ως κυρίαρχου μοτίβου μέσα στην οικογένεια : το παιδί είναι «άχρηστο», «τεμπέλης/α», «δεν κάνει για τίποτα» κλπ. Βλέπουμε συχνά παιδιά από τέτοια οικογενειακή υποδομή, που είναι πραγματικά  έξυπνα, ικανά και προσπαθούν να είναι διαθέσιμα για να χτίσουν κάτι καλύτερο, όμως τους λείπουν τα εργαλεία! Εδώ η αποτυχία μοιάζει μάλλον σαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία»: αφού αυτός είναι ο ρόλος που τους έχει αποδοθεί, δεν θα φέρουν με μια θετική αλλαγή και τα πάνω – κάτω στην οικογενειακή ισορροπία! Μην πετύχουν κιόλας!!!

Χειριστικότητα:  μπορεί, μέσω των σπουδών και της επιτυχίας, οι γονείς να προσπαθούν να περάσουν στο παιδί ένα μήνυμα. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν στην ζωή τους, το πόση αξία ή απαξία δίνουν σε καθημερινά και σημαντικά θέματα αλλά και σε κάποια επαγγέλματα να αποτελεί ένα δεύτερο έμμεσο μήνυμα που να το μπερδεύει: «Εμείς έχουμε τη σίγουρη δουλειά, τώρα βέβαια εσύ κάνε ό, τι θέλεις, γίνε σεφ, αλλά εδώ είναι τα σίγουρα…» . Σε αυτό το πλαίσιο το πιθανότερο είναι το παιδί να μην ούτε εδώ, ούτε εκεί, να μην μπορεί να διαλέξει το δικό του δρόμο.     

 

Όταν οι σχολές είναι … φαντάσματα.

Στην περίπτωση αυτή η αποτυχία σχετικοποιείται, υπό την έννοια ότι το παιδί δεν έμεινε εκτός του νυμφώνος με τις πολύφερνες νύφες, τις πανεπιστημιακές σχολές. Απλώς αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι όλες πολύφερνες, κάποιες δεν βλέπονται καν, τόσο μακριά που είναι από το σπίτι…! Τότε όλη η οικογένεια μαζί προβληματίζεται, στεναχωριέται, αναζητεί λύση. Στις μέρες μας μάλιστα που τα οικονομικά προβλήματα είναι διογκωμένα και η μεσαία τάξη δεινοπαθεί, το να στείλει το παιδί σε άλλη πόλη, να σπουδάσει κάτι που μοιάζει με επάγγελμα, μετατρέπεται  κυριολεκτικά σε βασανιστήριο. Το γιατί και πως υπάρχουν αυτές οι σχολές και τι παράγουν δεν είναι της παρούσης.

Θύματα της πρακτικής και σκέψης παλαιότερων δομών που έχουν όμως βαθιές ρίζες και σε ένα δραματικά μεταβαλλόμενο σήμερα, - ότι όλα περνούν από την εισαγωγή κάπου στην τριτοβάθμια - , οι γονείς, που τα παιδιά τους καλούνται να φοιτήσουν εκεί κάπου στην τριτοβάθμια, νοιώθουν παγιδευμένοι συνήθως, σαν μπροστά σε αδιέξοδο: να μην πάει το παιδί και να χάσει την χρονιά του; να πάει και να χάσουμε εμείς τον ύπνο μας γιατί δεν βγαίνουμε οικονομικά; να πηγαινοέρχεται για να πάρει το χαρτί; … πολλές ασκήσεις επί χάρτου. Το τι θα σπουδάσει εκεί που θα πάει το παιδί και τι ορίζοντες του ανοίγονται μετά, αν είμαστε τυχεροί, μπαίνει και αυτό στο σχεδιασμό. Οι οικογένειες πραγματικά ταλαιπωρούνται και έχουν να κάνουν δύσκολες εξισώσεις. Θα ήταν όμως ενδιαφέρον, για τις ίδιες πρωτίστως, να αναρωτηθεί κανείς: γιατί ένα παιδί δηλώνει στο μηχανογραφικό του όσες σχολές μπορεί, τις ξέρει δεν τις ξέρει, τις θέλει δεν τις θέλει; Για να εξορκίσει την πιθανή αποτυχία; Για να λέει κι αυτό ότι κάπου πέρασε κι ας μην πάει τελικά; Βοηθά αυτή η σχετικοποιημένη επιτυχία να βγουν στην επιφάνεια  σημαντικές και πολύτιμες παράμετροι, οι οποίες αναδεικνύονται όταν πρέπει να διαχειριστούμε μια αποτυχία και  βοηθούν να φωτίσουν ουσιαστικές πτυχές της μελλοντικής επαγγελματικής- και όχι μόνο-  διαδρομής ενός νέου ανθρώπου;

Οι τελικές αποφάσεις ανήκουν πάντα στην οικογένεια. Κάποια παιδιά μπορεί να πάνε τελικά και να σπουδάσουν το αντικείμενο που τους έτυχε και μπορεί και να τα καταφέρουν. Ένας μεγάλος αριθμός πάντως έχει αποδειχθεί ότι, είτε θα τα παρατήσει κάπου στα μισά, είτε δεν θα ξεκινήσει καθόλου. Το σημαντικό είναι να θυμόμαστε πάντα ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, ότι οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται κι αυτοί το χρόνο τους για να αποφασίσουν πως επιθυμούν να διαμορφώσουν το μέλλον τους, χρειάζονται και τα φώτα των ενηλίκων, που καλό είναι να μην τους τυφλώνουν αλλά να τους δείχνουν το δρόμο.

 

Για να συνεχίσουμε:

■ Αν το παιδί επιθυμεί να επαναλάβει τις εξετάσεις, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι τις επόμενες μπορεί να αξιοποιηθεί για να καλυφθούν κενά. Πριν απ’ όλα όμως, οι γονείς, για να μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί να βρει τι πραγματικά επιθυμεί, οφείλουν να διαπραγματευτούν με τον εαυτό τους, να εστιάσουν στις δικές του ανάγκες, όχι στις δικές τους ματαιώσεις και επιθυμίες που προβάλλουν πάνω του. Αν επιθυμεί να περάσει στη 

σχολή που απέτυχε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει που έγινε το λάθος, να προετοιμαστεί σωστότερα, με περισσότερη ηρεμία, με περιόδους αποφόρτισης του άγχους,  αίσθημα ανακουφιστικής ‘συνενοχής’ και υποστήριξης εκ μέρους των γονέων.

■ Η αποτυχία είναι επίσης μια ευκαιρία να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει : τι συναισθήματα μιας δημιουργεί, ποια κυριαρχούν, τι νέες επιθυμίες μας γεννά. Αν δεν είναι τόσο σημαντική, μήπως να αναζητηθούν νέοι δρόμοι επαγγελματικής αποκατάστασης, που να είναι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα, τις δεξιότητες, τις αντοχές του εφήβου που ενηλικιώνεται;  Η χώρα μας χρειάζεται εύρωστο και ορεξάτο δυναμικό, που δεν περιμένει από ένα πτυχίο, συχνά χωρίς αντίκρισμα, να δουλέψει και να δημιουργήσει. Εξάλλου, είναι πια πασιφανές ότι δεν μπορεί να απορροφήσει τόσους πτυχιούχους, που ταλαιπωρούνται με τα εύσημα των ΑΕΙ τους  είτε άνεργοι, είτε άλλοτε σε stage και σε ημιαπασχόληση, δέσμιοι του ίδιου τους του τίτλου. Μήπως είναι πια καιρός, οικογένειες και κοινωνία,  να πάψουν να κοιτούν αφ’ υψηλού τόσα και τόσα επαγγελματικά πεδία που δεν έχουν πτυχίο ΑΕΙ, αλλά είναι ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα του κοινωνικού ιστού και της πολιτείας; 

 

από την Κατερίνα Μαγγανά, ψυχολόγο- ψυχοθεραπεύτρια.

τηλ: 210 2928328 / 697 2075645

katmangana@gmail.com