Για κάποιους είναι τα φοιτητικά χρόνια, για άλλους τα χρόνια με τις μεγάλες παρέες, όταν ξενυχτούσαν ως τα χαράματα στα μπαράκια, άλλοι πάνε πιο πίσω ακόμα: σχολείο, συμμαθητές, πάρτι… Στην σημερινή πραγματικότητα ο κάθε προσωπικός μύθος έχει ακόμα πιο πολλές ευκαιρίες να καλλιεργηθεί: πριν την κρίση κάθε ηλικία, φάση της ζωής ήταν καλύτερη, έτσι δεν είναι….; Λέμε όμως την αλήθεια στον εαυτό μας; Κι αν όχι, φταίνε μόνο οι κοινωνικές συνθήκες γι’ αυτό;

Που είσαι νιότη που ‘λεγες…

Και τώρα τι γίνεται; Μας τέλειωσαν τα καλά; Μια είναι η πιο ευτυχισμένη ηλικία της ζωής και πάει, τέλος; Από εκείνη την χρονική περίοδο και πέρα δεν έχουμε χαρές να περιμένουμε;

Για κάποιους ανθρώπους, που δεν επένδυσαν στην εξέλιξη της ζωής, η συνεχής αυτή αναπόληση τους νομιμοποιεί να είναι «στενοχωρημένοι», δικαιολογεί την στασιμότητά τους. Αυτές είναι ξεχωριστές περιπτώσεις, που χρειάζονται ξεχωριστή μελέτη!

Πολλοί άνθρωποι όμως, ζουν στο σήμερα μια εξέλιξη που τους δικαιώνει, τουλάχιστον στο επίπεδο ζωής που μπορούν να ελέγξουν: δεν μπορούμε να ελέγξουμε ατομικά την οικονομική κρίση,-  όπως πολλά πράγματα στη ζωή- , μπορούμε όμως να έχουμε εποπτεία στις σχέσεις μας, στην οικογένεια, την δημιουργικότητά μας στην εργασία.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το σήμερα και μας κάνει ή όχι να εξωραΐζουμε το παρελθόν συνδέεται φυσικά με τις εσωτερικές συγκροτήσεις και δυνατότητες ψυχικής προσαρμογής και ευελιξίας του κάθε ανθρώπου. Δυο παραδείγματα θα το φωτίσουν καλύτερα:

Μια εκπαιδευτικός του δημοσίου έχει αναγκαστεί να δουλεύει σε άλλη πόλη από το σπίτι της και την οικογένειά της, έχει υποστεί σοβαρές μειώσεις μισθού, το σύστημα δυσκολεύει την δημιουργικότητά της. Επέλεξε να μην αφήσει την δουλειά της και να κάνει το καλύτερο που μπορεί σε αυτήν, γιατί σκέφτηκε ότι αν έμενε στο σπίτι, οι δικοί της άνθρωποι θα είχαν να αντιμετωπίσουν μια θλιμμένη γυναίκα, που δεν θα ένοιωθε καλά με τον εαυτό της, θα αισθανόταν παροπλισμένη, άχρηστη. Αποφάσισε να είναι όσο καλύτερα μπορεί με την νέα κατάσταση και να ζητήσει με θετικό και ειλικρινή τρόπο τη στήριξη της οικογένειάς της.  Έτσι βγήκαν όλοι κερδισμένοι.

Ένας υπάλληλος σε δημόσια επιχείρηση έχει δει κι αυτός το μισθό του να πέφτει σημαντικά, να χάνει υπερωρίες, γενικά να στριμώχνεται από τις δυσμενείς για τους πολλούς συνθήκες. Εξακολουθεί όμως να έχει την δουλειά του, ζει με μια ωραία οικογένεια που τον στηρίζει, έχει δυο όμορφα παιδιά και ένα πλαίσιο κοινωνικό που του επιτρέπει να τα βγάζει πέρα, έστω πιο μαζεμένα από πριν. Ο ίδιος όμως, επειδή ακριβώς δυσκολεύεται υπερβολικά να βρει κάτι θετικό αυτή την στιγμή στη ζωή του, ασθένησε σοβαρά, έβαλε σε αγωνία την οικογένειά του - ευτυχώς με αίσιο τέλος – και δεν μοιάζει να έχει πάρει καλά- καλά το μάθημά του. Φυσικά για τον συγκεκριμένο άνθρωπο η καλύτερη ηλικία ήταν η τάδε, τότε που «αλήτευε» με τις παρέες…!  

Η δεύτερη «εφηβεία» μας.  

Συνήθως η ανασκόπηση της καλύτερης ηλικίας που έχουμε περάσει βρίσκει τους ανθρώπους κοντά στην ηλικία των 40. Μια ηλικία αναμφιβόλως συγκρουσιακή, μεταιχμιακή αφού αφήνει οριστικά πίσω της την έννοια της νεότητας, χωρίς να καθορίζεται ακόμα από το γήρας, μια δεύτερη εφηβεία δηλαδή. Δεκαετία που, εκτός των άλλων, σύμφωνα με την ομαλή ωρίμανση του υποκειμένου, θα αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε το ζήτημα της θνητότητάς μας, ώστε να την αποδεχθούμε. Όταν είμαστε νέοι είμαστε πάντα αθάνατοι! Από αυτή την ηλικία και πέρα οφείλουμε να έχουμε την αίσθηση των ευθυνών μας, να χαιρόμαστε και με άλλα πράγματα, να είμαστε ευγνώμονες που η ζωή προχωρά και εξελίσσεται… κι εμείς μπορούμε να συνεισφέρουμε κάτι σε αυτή την πορεία. Ωριμάζουμε,  κι αυτό μπορεί επίσης να είναι πολύ ωραίο. Όπως όμως και στη εφηβεία, έτσι κι εδώ, έχει μεγάλη σημασία τι βάσεις έχει η ωρίμανσή μας, πόσο καλά λειτούργησε το ψυχικό όργανο μέσα σε αυτά τα χρόνια που διέσχισε, πως έχει μάθει το υποκείμενο να βιώνει και να εκφράζει συναισθήματα, να διεκδικεί, να ορίζει, να καταναλώνει και να μεταβολίζει τις απώλειες και τα πένθη του. Όπως και πώς έχει μάθει να αυτοπροσδιορίζεται, μέσα από ποιους μηχανισμούς (δεν είναι τυχαίο που πολλοί άνθρωποι καταρρέουν όταν χάσουν τον «πλούτο» τους, σα να μην έχουν άλλα ψυχικά στηρίγματα, εσωτερικού τύπου), από ποιες ταυτίσεις.  

 

Το ποτάμι του Ηράκλειτου…

Η ζωή μας είναι ένα ποτάμι, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, που δεν μπορούμε να το διασχίσουμε δεύτερη φορά. Γι’ αυτό είναι τόσο συγκινητικά ωραίο να θυμόμαστε τις εποχές που περνούσαμε πολύ καλά, που ξεφαντώναμε, που ήμασταν μικροί, νέοι, φοιτητές, μποέμ. Η εμμονή όμως  σε μια ηλικία που έχει περάσει ανεπιστρεπτί δείχνει μια δυσκολία, μικρότερη ή μεγαλύτερη ανάλογα, να αποδεχθούμε τον κύκλο της ζωής, την ίδια μας την φύση, την θνητή… Ότι το ποτάμι δεν πάει ανάποδα, ούτε ξαναμπαίνουμε μέσα ίδιοι για δεύτερη φορά. Αν εμμένουμε σ’ αυτό,  στερούμε από τον εαυτό μας την χαρά της διαδρομής, τις διαφορετικές εικόνες που μας προσφέρει το κάθε σημείο του ποταμού που πλέουμε, την ικανοποίηση, κάποιες στιγμές,  ότι όλα είναι ως εδώ καλά καμωμένα, μαζί και με τα λάθη και τις επανορθώσεις μας! «Η καλύτερη ηλικία της ζωής είναι αυτή που είναι κανείς ζωντανός», λέει η μικρή Μαφάλντα, η ευφυέστατη ηρωίδα του ομώνυμου κόμικ του Αργεντίνου Κίνο.  Και είναι κανείς ζωντανός όταν δεν ξεχνά να ζει το τώρα, που το πλουτίζει η γνώση και η εμπειρία του παρελθόντος μαζί με την γόνιμη προετοιμασία, στο μέτρο του εφικτού, της επόμενης, καινούργιας μέρας.